Μνήμες καλοκαιρινών ήχων (Μία προσωπική αφήγηση – μέρος β)


Μεγάλωσα μαζί με το τρανζίστορ, αν κι αυτό μπήκε στη ζωή μου εκεί γύρω λίγο πριν την Χούντα.  Μέχρι τότε το ραδιόφωνο ήταν συλλογικό οικογενειακό αγαθό. Ευτυχώς ο πατέρας ήταν μάλλον απόκοσμος και δεν τον θυμάμαι να κάθεται ποτέ μπροστά του. Ο ερχομός του τρανζίστορ μας έδωσε την δυνατότητα να έχουμε τη δική μας πρόσβαση στα ραδιοκύματα, μία πρωτόγνωρη αίσθηση χειραφέτησης και ελευθερίας του γούστου.

(στο παρακάτω βίντεο προσέξτε του στίχους του Ντίνου Χριστανόπουλου)

Το τρανζιστοράκι αναδεικνυόταν σε πολύτιμο εργαλείο εναντίον της πλήξης, κατέξοχήν το καλοκαίρι. Τα παράσιτα των βραχέων, που ήσαν μία από τις δύο επιλογές που είχε ο χρήστης,  ήσαν μηνύματα απο άλλους τόπους μακρινούς, ιδίως αν μέσα τους ξεχώριζες άλλες γλώσσες όπως Ιταλικά ή Αραβικά, που ήσαν και τα επικρατέστερα. Τη «Φωνή της Αλήθειας» την αναζητήσαμε αργότερα πιο πολύ απο νάζι, όταν είχαμε μπεί στην εφηβεία για τα καλά και «μπλέξαμε» και μείς, όπως και δεκάδες άλλα παιδιά καλών οικογενειών. Ευτυχώς υπήρχε και η Deutsche Welle.  Όταν μάλιστα η εξερεύνηση των βραχέων γινόταν πολλές φορές στο σκοτάδι κάποιο καλοκαιρινό βράδυ , η αίσθηση ότι ο κόσμος είναι  μεγάλος και σε περιμένει κάποτε να τον ανακαλύψεις, λειτουργούσε σαν υπόσχεση και αφορμή για άλλες σκέψεις.

Απέναντι απο το σπίτι μας στην οδό Μαυρομματαίων στο δυτικό τμήμα του Πεδίου του Άρεως, υπήρχε το περίφημο τότε Green Park

Ήταν ένα ζαχαροπλαστείο όπου το καλοκαίρι στον κήπο του λειτουργούσε ένα βαριετέ  με δύο παραστάσεις. Ο κονφερασιέ τον οποίο πρόλαβα εγώ, ήταν ο Όμηρος Αθηναίος, ενώ πιο πάνω στο άλλο αναψυκτήριο το «Άλσος»  απέναντι από την ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενημέρωσεως Ενόπλων Δυνάμεων) κοντά στην Ευελπίδων  κονφερασιέ ήταν ο Γιώργος Οικονομίδης

Ο Όμηρος Αθηναίος

Το πρόγραμμα ήταν οτιδήποτε μπορούσε να εντυπωσιάσει τη στερημένη ματιά του μεταπολεμικού μικρομεσαίου, απο ζογκλέρ μέχρι ακροβάτες και εντυπωσιακές (μόνο λόγω των εξωτικών και αποκαλυπτικών κοστουμιών) χορεύτριες.  Όπως πολύ εύστοχα είχε πει το Ελεύθερο Θέατρο στο «Και συ χτενίζεσαι»   στο βασικό τραγούδι της επιθεώρησης του «Και συ χτενίζεσαι»(1973):

«Ενα δύο τρία στήθος, ένα δύο τρία μπούτι, ένα δύο τρία ΑΑΑ».  Μόνο που τότε ήμαστε 10 χρόνια μετά  και μάλλον βλέπαμε τα πράγματα με  μια ψιλο- Μπρεχτική ματιά. Ας είναι.

Το τραγούδι του φινάλε της παράστασης του Green Park ηχεί ακόμα στα αυτιά μου όπως και η κορνέτα του μαέστρου και κορνετίστα Σταύρου Ρουχωτά. Απο τότε που γεννήθηκα μέχρι που φύγαμε για τα Βόρεια (προάστια φυσικά) έβλεπα τις παραστάσεις.  Χρησιμοποιούσαμε και κυάλια, όχι αυτά τα κομψά του θεάτρου και της Όπερας, αλλά κάτι στρατιωτικά, Βουλγαρικό λάφυρο απο τους πολέμους του παπού Στάθη, στρατιωτικού γιατρού και επιτελικού αξιωματικού στους Βαλκανικούς.

Πλάϊ απο το Green Park προς την πλευρά του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου χωμένο μές τα δέντρα ήταν ένα night club το  «Whisky a Go Go» που προφανώς είχε πάρει το όνομά του απο τα ομώνυμα Αμερικάνικα.  Οι ANIMALS  προσέθεσαν στην μυθολογία του τίτλου με το τραγούδι τους  Club a Go Go

Το 1967  έχει έρθει η Χούντα.  Η λογοκρισία γίνεται αντιληπτή και στα ακούσματα. Το τρανζιστοράκι ηχεί διαφορετικά. Πολύ γρήγορα μαθαίνουμε να μουρμουρίζουμε τη δική μας μουσική, οι δίσκοι του Θεοδωράκη αποκτούν άλλο νόημα και το ροκ έφερνε μια ύποτη για το καθεστώς ελευθεριότητα, παρόλο που  παρέμεινε υπό επιτήρηση και διακριτικό έλεγχο, σύμφωνα με το σχεδιασμό του πανέξυπνου ιδεολογικού υπευθύνου, πρώην Κουτβιστή Γεωργαλά ( Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής ή KΟΥTΒ  στα ρωσικά).

Όταν δεν είμαστε στο νησί, οι Αθηναϊκές μας βραδιές μας έφερναν στην Φωκίωνος Νέγρη ή στα γύρω θερινά σινεμά όπως το Λουζιτάνια  ή το Βοξ, που ευτυχώς υπάρχει ακόμα.

Ας απολαύσουμε τα κλιπάκια απο 2 θρυλικές ταινίες του 1968 . Η πρώτη ο Πάντσο Βίλλα    με  την εξαιρετική  μουσική του Maurice Jarre. Με οριακά αποδεκτό πολτικό μηνυμα για το καθεστώς, αλλά το άφησαν.

Η άλλη με μουσική του Ennio Morricone

Το 1968 όμως, ήταν τότε που στις 13 Αυγούστου το βράδυ, κάνοντας τις διακοπές μας στην Πάρο, ακούσαμε απο το τρανζιστοράκι την απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Ξαφνικά το ραδιόφωνο έγινε μια πύλη σε έναν άλλο κόσμο πληροφορίας. Οι ξένοι σταθμοί δεν θα αργούσαν αν μπουν στη ζωή μας. Εν τω μεταξύ η απόπειρα της δολοφονίας μας μυούσε σε ένα κόσμο όπου η ανεμελιά ήταν σχεδόν «αμάρτημα», αν και ακόμα δεν είχαμε ωριμάσει πολιτικά, η δε ελληνική κοινωνία περνούσε το δικό της μήνα του μέλητος με τη Χούντα.

Οταν γινόντουσαν μεταδόσεις φρικτών γεγονότων όπως η περιγραφή της γιορτής της πολεμικής αρετής των Ελλήνων απλά το κλείναμε. Ευτυχώς ο αδελφός μου και σημερινός εκδότης του Πολύτονου έπαιζε κιθάρα.  Εγώ έδειξα από τότε το ταλέντο μου στα κρουστά μετατρέποντας ότιδήποτε είχε μορφή ηχείου σε τύμπανο.

Τα χρόνια όμως έτρεξαν γρήγορα και γέμισαν γεγονότα.

(Συνεχίζεται)

About lignostar

bloger, αρθρογράφος
This entry was posted in Άρθρα του Μαικήνα. Bookmark the permalink.

2 Responses to Μνήμες καλοκαιρινών ήχων (Μία προσωπική αφήγηση – μέρος β)

  1. Ο/Η angelikakis λέει:

    Το 1951-52, στο Άλσος χόρευε μια κοπέλα με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο »άστρο της ανατολής». Γνωρίζει κανείς το πραγματικό της όνομα;

Σχολιάστε